- λιθοειδές
- λιθοειδήςlike stonemasc/fem voc sgλιθοειδήςlike stoneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
λιθοειδής — ές (Α λιθοειδής, ές) ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα τού λίθου νεοελλ. φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο τής ακοής και τον πόρο τού προσωπικού νεύρου β) «λιθοειδές νεύρο» ένα από τα… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
σπερματόλιθος — ο, Ν ιατρ. λιθοειδές σύγκριμα που σχηματίζεται στις σπερματοδόχες κύστεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + λίθος] … Dictionary of Greek
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
τρίδυμο — Εγκεφαλικό νεύρο της πέμπτης συζυγίας, το κυρίως αισθητικό και κινητικό νεύρο του κεφαλιού. Το νεύρο αυτό ξεκινά από την εγκεφαλική γέφυρα, φτάνει στο λιθοειδές οστό του κροταφικού, όπου διογκώνεται σε παχύ γάγγλιο με μηνοειδές σχήμα από το οποίο … Dictionary of Greek
κοπρόλιθος — ο λιθοειδές σύγκριμα από ξερά κόπρανα που φράζει τα έντερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)